- ασυμπλήρωτος
- -η, -οαυτός που δε συμπληρώθηκε ή δεν μπορεί να συμπληρωθεί: Πέθανε αφήνοντας έργο ασυμπλήρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασυμπλήρωτος — η, ο (AM ἀσυμπλήρωτος, ον) αυτός που δεν έχει συμπληρωθεί … Dictionary of Greek
ἀσυμπληρώτου — ἀσυμπλήρωτος not filled up masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμπληρώτων — ἀσυμπλήρωτος not filled up masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμπλήρωτα — ἀσυμπλήρωτος not filled up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο … Dictionary of Greek
άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς … Dictionary of Greek
αναποτέλεστος — ἀναποτέλεστος, ον (Μ) [ἀποτελῶ] αυτός που δεν συντελέστηκε, ατέλειωτος, ασυμπλήρωτος … Dictionary of Greek
ανεπεξέργαστος — η, ο (Μ ἀνεπεξέργαστος, ον) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν, ατελής, ασυμπλήρωτος, αδούλευτος … Dictionary of Greek
απλήρωτος — η, ο (AM ἀπλήρωτος, ον) [πληρώ] μσν. νεοελλ. 1. (για εργασία) αυτός που δεν πληρώνεται, ο χωρίς αμοιβή 2. (για αδικήματα) ο ατιμώρητος 3. άφθονος, ατέλειωτος νεοελλ. όποιος δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει λάβει την αμοιβή που δικαιούται αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ασυντέλεστος — η, ο (Α ἀσυντέλεστος, ον) αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος … Dictionary of Greek